Από τι εξαρτάται η σεξουαλική υγεία;
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η σεξουαλική υγεία ορίζεται ως «μια κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας σε σχέση με τη σεξουαλικότητα, ενώ η απουσία ασθένειας, δυσλειτουργίας ή αναπηρίας αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η σεξουαλική υγεία απαιτεί μια θετική προσέγγιση στη σεξουαλικότητα και τις σεξουαλικές σχέσεις, καθώς και τη δυνατότητα να έχουμε ευχάριστες και ασφαλείς σεξουαλικές εμπειρίες, χωρίς εξαναγκασμό, διακρίσεις και βία. Για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η σεξουαλική υγεία, τα σεξουαλικά δικαιώματα όλων των ατόμων πρέπει να γίνονται σεβαστά, να προστατεύονται και να εκπληρώνονται». (ΠΟΥ, 2006).
Η σεξουαλική υγεία δεν μπορεί να οριστεί, να γίνει κατανοητή ή να λειτουργήσει χωρίς ευρεία θεώρηση της σεξουαλικότητας, η οποία βασίζεται σε σημαντικές συμπεριφορές και αποτελέσματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική υγεία. Ο λειτουργικός ορισμός της σεξουαλικότητας είναι ότι: «αποτελεί μια κεντρική διάσταση της ύπαρξης καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής και περιλαμβάνει την ταυτότητα φύλου, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, τον ερωτισμό, την ευχαρίστηση, την οικειότητα και την αναπαραγωγή. Η σεξουαλικότητα βιώνεται και εκφράζεται ως σκέψεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες, πεποιθήσεις, στάσεις, αξίες, συμπεριφορές, πρακτικές, ρόλους και σχέσεις. Ενώ η σεξουαλικότητα μπορεί να περιλαμβάνει όλες αυτές τις διαστάσεις, δεν βιώνονται ή εκφράζονται πάντα όλες. Η σεξουαλικότητα επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση βιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών, νομικών, ιστορικών, θρησκευτικών και πνευματικών παραγόντων». (ΠΟΥ, 2006α). Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας της σεξουαλικότητας είναι έκδηλος, καθώς η σεξουαλική απόκριση είναι αποτέλεσμα της πολύπλοκης αλληλεπίδρασης νευροσυναισθηματικών αποκρίσεων, της επιδίωξης διαπροσωπικής εγγύτητας αλλά και των έντονων ορμονικών διακυμάνσεων.
Παράγοντες σεξουαλικής ευχαρίστησης
Η σεξουαλική ευχαρίστηση είναι η σωματική ή/και ψυχολογική ικανοποίηση και απόλαυση που προέρχεται από τις ερωτικές εμπειρίες, συμπεριλαμβανομένων σκέψεων και φαντασιώσεων καθώς επίσης και από την αυτοϊκανοποίηση. Η αυτοδιάθεση, η συναίνεση, η ασφάλεια, η ιδιωτικότητα, η εμπιστοσύνη, η ικανότητα επικοινωνίας και η σύναψη ερωτικών σχέσεων είναι βασικοί παράγοντες για την επίτευξη της σεξουαλικής ευχαρίστησης, ενώ συνεισφέρουν στην σεξουαλική υγεία και την ευημερία.
Τα σεξουαλικά δικαιώματα
Η σεξουαλική υγεία δεν μπορεί να επιτευχθεί και να διατηρηθεί χωρίς σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ισχύων ορισμός των σεξουαλικών δικαιωμάτων αποτελεί συμβολή στον συνεχιζόμενο διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική υγεία. Η εφαρμογή των υφιστάμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τομέα της σεξουαλικότητας και της σεξουαλικής υγείας συνιστούν τα σεξουαλικά δικαιώματα. Τα σεξουαλικά δικαιώματα προστατεύουν το δικαίωμα των ανθρώπων να εκπληρώσουν και να εκφράσουν τη σεξουαλικότητά τους και να απολαμβάνουν τη σεξουαλική υγεία, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τα δικαιώματα των άλλων και μέσα σε ένα πλαίσιο προστασίας από τις διακρίσεις (WHO, 2006a, ενημερωμένο 2010). Η εκπλήρωση της σεξουαλικής υγείας συνδέεται με τον βαθμό στον οποίο τα ανθρώπινα δικαιώματα γίνονται σεβαστά, προστατεύονται και εκπληρώνονται, όπως ορίζει το διεθνές νομοθετικό πλαίσιο.
Η σεξουαλική ευημερία
Η σεξουαλική υγεία προσφέρει ένα κατευθυντικό πλαίσιο για την ένταξη της σεξουαλικότητας στη δημόσια υγεία εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αν και ο ορισμός του ΠΟΥ για την σεξουαλική υγεία προβλέπει την αναγνώριση της θετικής σεξουαλικότητας, οι προσεγγίσεις της δημόσιας υγείας για την σεξουαλικότητα εστιάζουν σε κινδύνους και δυσμενή αποτελέσματα.
Η μακροχρόνια σύγχυση που αφορά τις έννοιες της σεξουαλικής υγείας και της σεξουαλικής ευημερίας επηρεάζει την ικανότητα να αντιμετωπίζουμε καθημερινά σεξουαλικά ζητήματα. Η σεξουαλική ευημερία αποτελεί ένα μοντέλο επτά διαστάσεων:
- Σεξουαλική ασφάλεια
- Σεξουαλικός σεβασμός
- Σεξουαλική αυτοεκτίμηση
- Ανθεκτικότητα σε σχέση με σεξουαλικές εμπειρίες
- Απενοχοποίηση προηγούμενων σεξουαλικών εμπειριών
- Αυτοδιάθεση στην σεξουαλική ζωή
- Άνεση με τη σεξουαλικότητα
Η σεξουαλική ευημερία τοποθετείται παράλληλα με την σεξουαλική υγεία, τη σεξουαλική δικαιοσύνη και τη σεξουαλική ευχαρίστηση ως ένας από τους πυλώνες της δημόσιας υγείας. Η σεξουαλική ευημερία αποτελεί δείκτη της ισότητας της υγείας, έναν δείκτη για την ευημερία του πληθυσμού και ένα μέσο για την αποτύπωση των πληθυσμιακών τάσεων διαφορετικών από την σεξουαλική υγεία αλλά και μια ευκαιρία να αναδιαμορφωθούν η ηθική, οι φόρμες και οι πρακτικές της δημόσιας υγείας .
Yπογονιμότητα
Παγκοσμίως 8–12% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα. Αν και η τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (ART) παρέχει τη δυνατότητα επίτευξης εγκυμοσύνης, σχεδόν 40% των ατόμων που υποβάλλονται σε ART ακόμα δεν μπορούν να συλλάβουν. Η υπογονιμότητα έχει περιγραφεί ως στρεσογόνος παράγοντας σε ατομικό επίπεδο και σε επίπεδο ζεύγους, με αποτέλεσμα χαμηλότερη ποιότητα ζωής και δυσχέρεια στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Επιπλέον, υπάρχει αυξανόμενη χρήση ιατρικών υπηρεσιών από υπογόνιμα ζευγάρια. Παρόλο που έχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες σχετικά με την διάγνωση και τις θεραπείες της υπογονιμότητας και στην βιβλιογραφία καταδεικνύονται τα σεξουαλικά προβλήματα ως κρίσιμοι παράγοντες, λίγα είναι γνωστά σχετικά με τις ψυχοσεξουαλικές πτυχές της υπογονιμότητας. Ειδικότερα λίγα είναι γνωστά για την σεξουαλικότητα των υπογόνιμων ζευγαριών που έχουν λάβει κλινική διάγνωση και θεραπεία. Σε καθεστώς ατεκνίας και υπό ιατρική περίθαλψη/φαρμακευτική αγωγή, το υπογόνιμο ζευγάρι είναι πιθανόν να αντιμετωπίζει ψυχοσεξουαλικά προβλήματα. Επιπλέον, η διάγνωση της υπογονιμότητας και οι παράγοντες που συμβάλλουν χρήζουν ολιστικής προσέγγισης και διαχείρισης.
Δεδομένα μετα-ανάλυσης δείχνουν πως η υπογονιμότητα και οι συναφείς θεραπείες ενδέχεται να οδηγήσουν σε αλλαγές στην σεξουαλική αυτοεκτίμηση, σεξουαλικές σχέσεις και σεξουαλική λειτουργία, που επηρεάζουν περαιτέρω την ποιότητα ζωής και την ευημερία του υπογόνιμου ζευγαριού. Η υπογονιμότητα επηρεάζει την αντίληψη του εαυτού και του ρόλου και αποτελεί απειλή για την προσωπική ταυτότητα. Για τις υπογόνιμες γυναίκες, ο αρνητικός αντίκτυπος στην αυτοεκτίμηση έχει μεγαλύτερη επίδραση στη σεξουαλική αυτοπεποίθηση από ότι στους υπογόνιμους άνδρες. Η έννοια του σεξουαλικού εαυτού είναι ένα βασικό συστατικό της σεξουαλικότητας, είναι απαραίτητο να δοθεί περισσότερη προσοχή στην εμπειρία της υπογονιμότητας και στην επιρροή της στη γνωστική άποψη του ατόμου για τον εαυτό και την σεξουαλικότητα. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν περαιτέρω πώς η υπογονιμότητα και η αντιμετώπισή της έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την έννοια του σεξουαλικού εαυτού. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει θέματα όπως η εικόνα σώματος της γυναίκας και η σεξουαλική εκτίμηση του υπογόνιμου υποκειμένου, σε συνδυασμό με τον τρόπο με τον οποίο η υπογονιμότητα επηρεάζει τους συντρόφους.
Ωστόσο, ορισμένες μελέτες έδειξαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ της υπογονιμότητας και των σεξουαλικών σχέσεων, αλλά άλλες μελέτες υποδεικνύουν ότι η υπογονιμότητα επηρεάζει τις σεξουαλικές σχέσεις. Υποθέτουμε ότι αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να εξηγηθεί από διαφορετικές πτυχές, όπως διαφορές μεταξύ των φύλων στην αντίδραση στην υπογονιμότητα, τα διαφορετικά στάδια θεραπείας της υπογονιμότητας και/ή διαφορετικά κοινωνικά δημογραφικά στοιχεία. Προκειμένου να έχουμε μια ολοκληρωμένη κατανόηση των σεξουαλικών σχέσεων στο πλαίσιο της υπογονιμότητας, είναι απαραίτητο να εξεταστεί περαιτέρω η σχέση μεταξύ της σεξουαλικής έννοιας του εαυτού και των σεξουαλικών σχέσεων και της ποιότητας της επικοινωνίας σε υπογόνιμα ζευγάρια. Ωστόσο, οι περισσότερες μελέτες επικεντρώνονται στην υπόθεση ότι η υπογονιμότητα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις σεξουαλικές σχέσεις. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να διερευνήσουν παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν θετικά τις σεξουαλικές σχέσεις σε υπογόνιμα ζευγάρια.
Μεταξύ των υπογόνιμων ατόμων, διαπιστώνουμε ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία θα μπορούσε να είναι συνέπεια της διάγνωσης, της διερεύνησης και της θεραπείας της υπογονιμότητας. Ο κύριος λόγος για την σεξουαλική δυσλειτουργία του υπογόνιμου αρσενικού σχετιζόταν με την αντίληψη ότι έχασε την αρρενωπότητά του. Τα προβλήματα που σχετίζονται με τη σεξουαλική ευχαρίστηση φάνηκε να οφείλονται στις μηχανικές και εξαναγκασμένες σεξουαλικές δραστηριότητες για σκοπούς σύλληψης, οι οποίες περιλάμβαναν προγραμματισμένες εξετάσεις μετά την σεξουαλική επαφή και την βελτιστοποίηση της σεξουαλικής επαφής κατά την περίοδο της ωορρηξίας. Η σεξουαλική δυσλειτουργία ήταν επίσης διαδεδομένη σε γυναίκες συντρόφους υπογόνιμων ζευγαριών και συσχετίστηκε θετικά με τη σεξουαλική λειτουργία του αρσενικού συντρόφου. Είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι αμφίδρομες σχέσεις μεταξύ σεξουαλικότητας και υπογονιμότητας.