Η νόσος της παχυσαρκίας και η θεραπεία της
Η παχυσαρκία αναγνωρίζεται διεθνώς ως μια χρόνια, εξελικτική νόσος με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την ορίζει ως «υπερβολική ή μη φυσιολογική συσσώρευση λίπους που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την υγεία» και υπογραμμίζει ότι η παχυσαρκία συνδέεται στενά με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης σοβαρών χρόνιων ασθενειών, όπως καρδιοπάθειες, διαβήτης τύπου 2, και διάφορες μορφές καρκίνου.
Μέχρι το 2035 το ποσοστό της παχυσαρκίας παγκοσμίως θα αυξηθεί σημαντικά, αγγίζοντας το 51% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή πάνω από 4 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Η παχυσαρκία αναμένεται να αυξηθεί ιδιαίτερα σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, καθώς αυτές οι περιοχές επηρεάζονται όλο και περισσότερο από τις ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες και την καθιστική ζωή, λόγω αστικοποίησης και οικονομικών αλλαγών.
Η αναγνώριση της παχυσαρκίας ως νόσου αναδεικνύει την ανάγκη για οργανωμένες και πολυεπίπεδες στρατηγικές πρόληψης, έγκαιρης διάγνωσης, ευαισθητοποίησης και θεραπείας.
Οι αιτίες της παχυσαρκίας
Η παχυσαρκία οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων. Περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως η εύκολη πρόσβαση σε τροφές υψηλής θερμιδικής αξίας και οι καθιστικοί ρυθμοί ζωής, αυξάνουν την πρόσληψη θερμίδων και μειώνουν τη σωματική δραστηριότητα, ενώ γενετικοί παράγοντες επηρεάζουν τον μεταβολισμό και την αποθήκευση λίπους. Παράλληλα, οι συναισθηματικοί και συμπεριφορικοί παράγοντες, όπως η κατανάλωση τροφής ως απάντηση στο άγχος, συμβάλλουν στην περαιτέρω αύξηση του βάρους, καθιστώντας την παχυσαρκία ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό φαινόμενο.
Η μέτρηση της παχυσαρκίας
Σύμφωνα με τα κριτήρια του ΠΟΥ, η μέτρηση της παχυσαρκίας γίνεται κυρίως μέσω του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), μιας απλής και ευρέως χρησιμοποιούμενης μεθόδου για την αξιολόγηση του βάρους σε σχέση με το ύψος. Ο ΔΜΣ υπολογίζεται ως ο λόγος του βάρους (σε κιλά) προς το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα). Για παράδειγμα αν ένα άτομο έχει βάρος 70 κιλά και ύψος 1,75 μέτρα, ο υπολογισμός είναι: ΔΜΣ=70/1,752=22,9. Η ταξινόμηση των αποτελεσμάτων έχει ως εξής:
- Λιποβαρές: ΔΜΣ < 18,5
- Φυσιολογικό βάρος: ΔΜΣ 18,5 – 25
- Υπερβάλλον βάρος: ΔΜΣ 25 – 30
- Παχυσαρκία σταδίου Ι (ήπια παχυσαρκία): ΔΜΣ 30 – 35
- Παχυσαρκία σταδίου ΙΙ (μέτρια παχυσαρκία): ΔΜΣ 35 – 40
- Παχυσαρκία σταδίου ΙΙΙ (νοσογόνος παχυσαρκία): ΔΜΣ ≥ 40
Αυτή η ταξινόμηση επιτρέπει στους επαγγελματίες υγείας να αξιολογούν τον κίνδυνο υγείας που συνδέεται με διαφορετικά επίπεδα σωματικού βάρους και να εφαρμόζουν εξατομικευμένες προσεγγίσεις για τη διαχείρισή του. Ωστόσο, ο Δείκτης Μάζας Σώματος δεν λαμβάνει υπόψη τη σύνθεση του σώματος (π.χ., μυϊκή μάζα), γι' αυτό και συνδυάζεται συχνά με άλλες μετρήσεις που επιτρέπουν μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση.
Η διατήρηση της απώλειας βάρους
Η διατήρηση της απώλειας βάρους παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις, καθώς το σώμα ενεργοποιεί αντιρροπιστικούς μηχανισμούς που επιδιώκουν να επαναφέρουν το χαμένο βάρος. Έρευνες καταγράφουν ότι μετά την απώλεια βάρους, το σώμα αντιδρά με τρόπους που δυσχεραίνουν τη μακροπρόθεσμη διατήρηση της απώλειας, προσαρμόζοντας τόσο τις ορμόνες της πείνας όσο και το ενεργειακό ισοζύγιο.
Συγκεκριμένα, η μείωση της θερμιδικής πρόσληψης που απαιτείται για την απώλεια βάρους προκαλεί μείωση του βασικού μεταβολισμού, ενώ οι ορμόνες που σχετίζονται με την πείνα αυξάνονται. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να αυξήσει την επιθυμία για φαγητό και να μειώσει την ικανότητα του ατόμου να διατηρήσει το νέο του βάρος.
Επιπλέον, οι νευρολογικοί μηχανισμοί που συνδέονται με την ευχαρίστηση και την ανταμοιβή από την κατανάλωση τροφής ενεργοποιούνται έντονα, ενισχύοντας περαιτέρω τη διάθεση για ανάκτηση βάρους. Οι μεταβολικές προσαρμογές που λαμβάνουν χώρα μετά την απώλεια βάρους καθιστούν το σώμα πιο αποτελεσματικό στην αξιοποίηση της ενέργειας, κάνοντάς το λιγότερο πρόθυμο να καίει θερμίδες, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσκολότερο να αποφευχθεί η ανάκτηση βάρους.
Μελέτες υποδεικνύουν ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ του νευρικού και ορμονικού συστήματος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της όρεξης και στην τάση για αναπλήρωση βάρους, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου η μακροπρόθεσμη διατήρηση απώλειας βάρους απαιτεί, αλλαγές στον τρόπο ζωής, συνεχή προσπάθεια και θεραπεία.
Η θεραπεία της παχυσαρκίας
Οι θεραπευτικές επιλογές για τη διαχείριση της παχυσαρκίας προϋποθέτουν ένα υγιές, ισορροπημένο πρότυπο διατροφής και τακτική σωματική δραστηριότητα που οφελεί όλα τα άτομα ανεξάρτητα από το βάρος ή τη σύνθεση του σώματός τους. Περαιτέρω περιλαμβάνουν διάφορες προσεγγίσεις, οι οποίες μπορούν να συνδυαστούν ανάλογα με τον Δείκτη Μάζας Σώματος και τις εξατομικευμένες ανάγκες του ατόμου. Οι βασικές επιλογές είναι οι εξής:
- Τροποποίηση συμπεριφοράς: Περιλαμβάνει προσαρμοσμένες διαιτητικές παρεμβάσεις (όπως δίαιτες μειωμένων θερμίδων), αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και συμπεριφορικές τεχνικές για αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και της καθημερινής δραστηριότητας. Αυτές οι παρεμβάσεις είναι συχνά η πρώτη γραμμή θεραπείας για άτομα με ΔΜΣ 25-29.9 kg/m² ή ΔΜΣ ≥ 30 kg/m².
- Φαρμακοθεραπεία: Συνιστάται για άτομα με ΔΜΣ ≥ 27 kg/m² που έχουν συνοδές παθήσεις ή με ΔΜΣ ≥ 30 kg/m² χωρίς συνοδές παθήσεις. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συνήθως βοηθούν στον έλεγχο της όρεξης, στη μείωση της απορρόφησης θερμίδων ή στην ενίσχυση του μεταβολισμού. Η φαρμακευτική αγωγή πρέπει να συνδυάζεται με αλλαγές στον τρόπο ζωής και να παρακολουθείται από ιατρό.
- Χειρουργική: Ενδείκνυται για άτομα με ΔΜΣ ≥ 30 kg/m, με επιπλοκές που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όταν η βέλτιστη ιατρική και συμπεριφορική διαχείριση ήταν ανεπαρκής ή με ΔΜΣ ≥ 35 kg/m² που έχουν συνοδές παθήσεις ή με ΔΜΣ ≥ 40 kg/m² χωρίς συνοδές παθήσεις. Οι βαριατρικές επεμβάσεις, όπως η γαστρική παράκαμψη ή η γαστρική περίδεση, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές στη μακροχρόνια μείωση του βάρους και στη βελτίωση των συννοσηροτήτων, όπως ο διαβήτης τύπου 2 και η υπέρταση.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί νέα φάρμακα κατά της παχυσαρκίας, γνωστά και ως φάρμακα πρώτης γραμμής. Αυτές οι θεραπείες αξιοποιούν την πρόοδο στην κατανόηση των βιολογικών μηχανισμών που ρυθμίζουν την όρεξη και τον μεταβολισμό και προσφέρουν μια πιο στοχευμένη και αποτελεσματική προσέγγιση σε σχέση με τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως οι δίαιτες και η άσκηση. Οι νέες θεραπείες έχουν αποδείξει ότι επιφέρουν σημαντική απώλεια βάρους, καθώς και βελτίωση σε παραμέτρους υγείας, όπως η υπέρταση και ο διαβήτης τύπου 2.
Η τιρζεπατίδη
Μια από τις πλέον υποσχόμενες νέες θεραπείες είναι και η τιρζεπατίδη που έχει αναπτυχθεί για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 και για την διαχείριση της παχυσαρκίας. Η τιρζεπατίδη δρα διεγείροντας δύο ορμονικούς υποδοχείς (GLP-1 και GIP), οι οποίοι εμπλέκονται στη ρύθμιση της γλυκόζης και του αισθήματος κορεσμού. Αυτή η διπλή δράση βοηθά:
- Στη ρύθμιση του μεταβολισμού: Ενισχύει την έκκριση ινσουλίνης όταν αυξάνονται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και μειώνει την παραγωγή γλυκόζης από το ήπαρ.
- Στην όρεξη και στον κορεσμό: Επιδρά στο αντίστοιχο κέντρο του εγκεφάλου, μειώνοντας την όρεξη και αυξάνοντας το αίσθημα κορεσμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της πρόσληψης τροφής και την απώλεια βάρους.
Κλινικές μελέτες καταγράφουν εντυπωσιακά αποτελέσματα για την τιρζεπατίδη, με ασθενείς να χάνουν έως και 20% του αρχικού τους βάρους σε ορισμένες περιπτώσεις. Η αποτελεσματικότητα αυτή οφείλεται στη συνδυαστική δράση που αναστέλλει την όρεξη και βελτιώνει τη γλυκαιμική ρύθμιση.
Το Mounjaro στην Ελλάδα
Πρόσφατα η Φαρμασέρβ-Lilly ανακοίνωσε ότι το Νοέμβριο του 2024 θα είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα το φάρμακο Mounjaro που περιέχει τη δραστική ουσία τιρζεπατίδη.
Η θεραπεία θα κοστίζει 253 ευρώ για ένα μήνα και δυστυχώς δεν θα αποζημιώνεται από τον ΕΟΠΠΥ. Ο Πρόεδρος της Φαρμασέρβ-Lilly, Διονύσης Φιλιώτης, ανακοίνωσε ότι η εταιρεία δεν θα καταθέσει αίτηση για να ενταχθεί η θεραπεία στην λίστα των αποζημιούμενων φαρμάκων λόγω του ύψους των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback) και διευκρίνησε ότι το Mounjaro θα διατίθεται στην Ελλάδα σε χαμηλότερη τιμή από τις ΗΠΑ όπου για ένα μήνα κοστίζει 1.000 δολλάρια. Ωστόσο, η αισθητά χαμηλώτερη τιμή διάθεσης του φαρμάκου στη χώρα μας, εκθέτει τη θεραπεία στον κίνδυνο των παράλληλων εξαγωγών που ίσως οδηγήσει σε ελλείψεις.
Το Mounjaro απαιτεί συνταγή ιατρού, κυκλοφορεί ως ενέσιμο διάλυμα σε προγεμισμένες συσκευές, τύπου πένας, και χορηγείται μία φορά την εβδομάδα (την ίδια ημέρα). Συνήθως, η ένεση γίνεται στην κοιλιακή χώρα, στο μηρό ή στο άνω μέρος του βραχίονα, με δυνατότητα αυτοχορήγησης από τον ασθενή ή από επαγγελματία υγείας.
Η δοσολογία ξεκινά συνήθως από μια χαμηλή δόση, και, εφόσον είναι καλά ανεκτή, αυξάνεται σταδιακά, ανάλογα με τις οδηγίες του γιατρού και την ανταπόκριση του ασθενούς. Οι συνιστώμενες δόσεις κυμαίνονται μεταξύ 2,5 mg και 15 mg εβδομαδιαίως, ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς και τη θεραπευτική του απόκριση. Η τιρζεπατίδη μπορεί να λαμβάνεται οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, με ή χωρίς τροφή.
Κατά την παρουσίαση του Mounjaro η Αικατερίνη Μπαρμπαγιάννη, Ειδική Παθολόγος με εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη, επισήμανε ότι οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες του Mounjaro περιλαμβάνουν γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία (αίσθημα αδιαθεσίας), διάρροια και πιο σπάνια έμετο και δυσπεψία. Συνήθως είναι ήπιας έως μέτριας βαρύτητας και σημειώνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου κλιμάκωσης της δόσης.