Πότε οι ορμόνες ανεβάζουν την πίεση;

Αρτηριακή πίεση είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών και  εξαρτάται από την καρδιακή παροχή (πόσο αίμα στέλνει η καρδιά προς τα αγγεία σε κάθε συστολή) και από την αντίσταση που προβάλλουν τα αγγεία στην παροχή αυτή. Σύμφωνα  με την Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταιρεία (2017) υπέρταση έχουμε όταν η συστολική πίεση του αίματος είναι μεγαλύτερη από 130mmHg και η διαστολική πίεση μεγαλύτερη από  80mmHg. Η υπέρταση αποτελεί ένα συχνό πρόβλημα υγείας και αφορά περίπου το 45% των ενηλίκων (στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών το ποσοστό αυτό είναι μεγαλύτερο). 

Η υψηλή αρτηριακή πίεση, χωρίς θεραπεία, αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών  συμβαμάτων (εμφράγματος μυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας, αρρυθμίας, κολπικής  μαρμαρυγής, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου), νεφρικής ανεπάρκειας και άλλων  σοβαρών προβλημάτων υγείας. Όταν η αρτηριακή πίεση είναι μεγαλύτερη από  180/120mmHg θεωρείται υπερτασική κρίση και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επείγουσα  βάση. 

Οι αιτίες της υπέρτασης ποικίλουν και συνήθως δεν είναι γνωστές. Στις περισσότερες περιπτώσεις (90%) η υπέρταση χαρακτηρίζεται ως πρωτοπαθής και στην ανάπτυξή της  συμμετέχουν κληρονομικά αίτια, η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αυξημένη  πρόσληψη αλατιού, η καθιστική ζωή, ενώ στις υπόλοιπες χαρακτηρίζεται ως  δευτεροπαθής όταν οφείλεται σε παθήσεις της καρδιάς, των νεφρών ή των ενδοκρινών αδένων. Μάλιστα οι παθήσεις των ενδοκρινών αδένων αποτελούν σημαντική αιτία δευτεροπαθούς υπέρτασης.

Ενδοκρινική υπέρταση είναι η υπέρταση που οφείλεται σε παθήσεις των ενδοκρινών  αδένων. Οι ορμόνες που ρυθμίζουν την αρτηριακή πίεση και μπορούν να προκαλέσουν  υπέρταση είναι η αλδοστερόνη (ορμόνη «κλειδί» για τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης,  του ενδοαγγειακού όγκου και της ομοιοστασίας καλίου/νατρίου), η κορτιζόλη και οι  κατεχολαμίνες. Αυτές οι ορμόνες εκκρίνονται από τα επινεφρίδια. Άλλες ορμόνες που  συμμετέχουν στη ρύθμιση της πίεσης είναι οι θυρεοειδικές ορμόνες, η παραθορμόνη και  η αυξητική ορμόνη.

 

Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός

Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός είναι η συχνότερη αιτία ενδοκρινικής υπέρτασης.  Αφορά, με τα νεότερα δεδομένα, το 10% έως και το 25% ασθενών με υπέρταση και οφείλεται σε υπερέκκριση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. Στην πραγματικότητα  λιγότερο από το 1% των ασθενών με πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό διαγιγνώσκεται, λόγω ανεπαρκούς ελέγχου. Η υπερέκκριση αλδοστερόνης έχει σαν αποτέλεσμα οι νεφροί να συγκρατούν αλάτι (νάτριο) και νερό και να χάνουν κάλιο, με αποτέλεσμα την αύξηση  της αρτηριακής πίεσης. Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός συνήθως οφείλεται σε  αδένωμα επινεφριδίων που υπερεκκρίνει αλδοστερόνη, ή σε υπερπλασία των επινεφριδίων  ενώ πολύ σπανιότερα σε οικογενείς μορφές. Μπορεί να εκδηλωθεί με δύσκολα  ρυθμιζόμενη υπέρταση, υποκαλιαιμία, μυϊκές κράμπες και μυϊκή αδυναμία. Η διάγνωση  γίνεται με ορμονολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις καθώς και ειδικές ενδοκρινολογικές  δοκιμασίες, ενώ η θεραπεία είναι είτε χειρουργική (αφαίρεση του επινεφριδίου), είτε  στοχευμένη φαρμακευτική αγωγή που εμποδίζει την δράση της αλδοστερόνης.  

 

Υπερκορτιζολαιμία

Άλλη, σπανιότερη, αιτία ενδοκρινικής υπέρτασης είναι το σύνδρομο Cushing, το οποίο είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας έκθεσης του οργανισμού σε αυξημένες συγκεντρώσεις της κορτιζόλης (υπερκορτιζολαιμία). Συχνά η υπερκορτιζολαιμία προκαλείται ιατρογενώς,  από την εξωγενή χορήγηση κορτιζόνης για τη θεραπεία διάφορων νοσημάτων (πχ  ρευματικά νοσήματα, άσθμα, κλπ) ή πολύ πιο σπάνια από την παθολογική παραγωγή  κορτιζόλης από μόρφωμα στην υπόφυση ή το επινεφρίδιο ή κάπου αλλού στο σώμα μας. Η υπερκορτιζολαιμία, εκδηλώνεται με αύξηση βάρους, εύκολο μωλωπισμό, πανσεληνοειδές πρόσωπο, ύβο στη βάση του αυχένα, ερυθρές ραβδώσεις δέρματος, ακμή, αύξηση της τρίχωσης στο πρόσωπο και το σώμα, μυϊκή αδυναμία, κατάθλιψη, υπογονιμότητα και  διαταραχές περιόδου. Συνδυάζεται με αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη,  υπερλιπιδαιμία, οστεοπόρωση ή θρομβώσεις. Mη θεραπευμένοι ασθενείς έχουν αυξημένη θνητότητα λόγω καρδιαγγειακών συμβαμάτων και λοιμώξεων. Η διάγνωση είναι δύσκολη, πραγματοποιείται με ειδικές ενδοκρινολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις και η θεραπεία  είναι ανάλογη της αιτιολογίας του. Όταν η υπερκορτιζολαιμία οφείλεται σε εξωτερική χορήγηση κορτιζόνης γίνεται σταδιακή μείωση της δόσης της κορτιζόνης, όταν οφείλεται σε αδένωμα υπόφυσης διενεργείται υποφυσιακή αδενωματεκτομή, ενώ όταν το αίτιο εντοπίζεται στο επινεφρίδιο διενεργείται επινεφριδεκτομή.  

 

Φαιοχρωμοκύττωμα

Το φαιοχρωμοκύττωμα, είναι ένας σπάνιος, συνήθως καλοήθης όγκος, που εντοπίζεται στη μυελώδη μοίρα των επινεφριδίων, παράγει αυξημένες ποσότητες κατεχολαμινών (αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη), όμως μπορεί να είναι δυνητικά θανατηφόρο. Τα περισσότερα φαιοχρωμοκυττώματα είναι σποραδικά, ωστόσο, περίπου το 40% έχουν γενετική βάση. Μπορεί να εκδηλωθεί με μόνιμη υπέρταση ή υπερτασικές κρίσεις που  μπορεί να συνοδεύονται από κεφαλαλγία, εφίδρωση και αίσθημα παλμών. Η διάγνωση γίνεται με τον προσδιορισμό των μετανεφρινών, που είναι μεταβολίτες των κατεχολαμινών,  στα ούρα ή το αίμα ενώ ο εντοπισμός του γίνεται με απεικονιστικές μεθόδους. Θεραπεία  εκλογής είναι η επινεφριδεκτομή, μετά από κατάλληλη φαρμακευτική προετοιμασία του ασθενούς για την αποφυγή υπερτασικής κρίσης στο χειρουργείο. 

 

Υπερθυρεοειδισμός

Διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς μπορεί να προκαλέσουν υπέρταση. Ο υπερθυρεοειδισμός (υπερλειτουργία), προκαλεί εκδηλώσεις από το καρδιαγγειακό σύστημα όπως αύξηση της καρδιακής παροχής, ταχυκαρδία ή/και αρρυθμία. Ο  υποθυρεοειδισμός (υπολειτουργία) προκαλεί μειωμένη συσταλτικότητα της καρδιάςβραδυκαρδία, οίδημα ή συλλογή περικαρδιακού υγρού και αυξημένη διαστολική πίεση. Η διόρθωση των διαταραχών αυτών συνοδεύεται μεταξύ άλλων και από μείωση της πίεσης.  

 

Μεγαλακρία

Σπάνια, αλλά σημαντική αιτία υπέρτασης, είναι η μεγαλακρία η οποία οφείλεται σε  αυξημένη έκκριση αυξητικής ορμόνης από αδένωμα υπόφυσης και εκδηλώνεται με αλλαγή  στη μορφολογία του προσώπου, μεγέθυνση των άκρων και των σπλάχνων αλλά και υπέρταση. Η θεραπεία της είναι χειρουργική ή/και φαρμακευτική και έχει ευεργετικά  αποτελέσματα στην υπέρταση.  

 

Πρωτοπαθής  υπερπαραθυρεοειδισμός

Τέλος, μία άλλη αιτία ενδοκρινικής υπέρτασης είναι ο πρωτοπαθής  υπερπαραθυρεοειδισμός ο οποίος χαρακτηρίζεται από υψηλό ασβέστιο στο αίμα. Το  αυξημένο ασβέστιο προκαλεί αγγειοσύσπαση, αύξηση της πίεσης και μπορεί να επηρεάσει  τη λειτουργία των νεφρών. Η θεραπεία είναι χειρουργική (παραθυρεοειδεκτομή), ενώ σε περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εφικτό, δίνεται εξειδικευμένη φαρμακευτική αγωγή. 

Η υπέρταση (πρωτοπαθής ή ενδοκρινική) χωρίς θεραπεία οδηγεί σε βλάβη των οργάνων στόχων δηλαδή υπερτροφία του μυοκαρδίου, σκλήρυνση και αθηρωμάτωση των αγγείων,  καταστάσεις οι οποίες, με την πάροδο του χρόνου, οδηγούν σε έμφραγμα μυοκαρδίουκαρδιακή ή νεφρική ανεπάρκεια, βλάβες αμφιβληστροειδούς, εγκεφαλικό επεισόδιο και αιφνίδιο θάνατο. Η αποτελεσματική ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης σε φυσιολογικά επίπεδα, μειώνει τους κίνδυνους αυτούς. Η αποφυγή καπνίσματος και κατάχρησης  αλκοόλ, η μειωμένη πρόσληψη αλατιού, η καλή διατροφή και η άσκηση αποτελούν  σημαντικά μέτρα για τη ρύθμιση της πίεσης. Στην κλινική πράξη, απαιτείται πάντοτε σωστή  διερεύνηση της αιτίας της υπέρτασης και κατάλληλη αντιμετώπιση.  

Authors

Λαμπρινή Παπαναστασίου

H Λαμπρινή Παπαναστασίου είναι Ενδοκρινολόγος, MD, PhD, Διευθύντρια ΕΣΥ στο ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς» και μέλος της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας